ορυκτογραφία

ορυκτογραφία
η минералография

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ορυκτογραφία" в других словарях:

  • ορυκτογραφία — η κλάδος τής ορυκτολογίας ο οποίος ερευνά τα ορυκτολογικά είδη, τις παραλλαγές και τις ποικιλίες τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. mineragraphy / mineralography (< mineral «ορυκτό» + γραφία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1809, στο… …   Dictionary of Greek

  • ορυκτογραφικός — ή, ό [ορυκτογραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορυκτογραφία …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • ορυκτογράφος — ο επιστήμονας που ασχολείται συστηματικά με την ορυκτογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορυκτό + γράφος*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»